αρχαιόπρεπος

αρχαιόπρεπος
-η, -ο
επίρρ. αυτός που ταιριάζει στην αρχαιότητα ή μιμείται αρχαία πρότυπα: Η εμφάνιση τόσο του χορού όσο και των ηθοποιών ήταν αρχαιόπρεπη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αρχαιότροπος — η, ο αρχαιόπρεπος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”